Search

Μιλώντας για την σεξουαλική κακοποίηση

Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας, προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε το θέμα της #κακοποίησης_των_γυναικών, στο ένθετο περιοδικό “Γυναίκα” της εφημερίδας “Μαγνησία”.

Ακολουθεί η συνέντευξη:

  • Τι είναι κ. Τσοπουρίδου η κακοποίηση; Πως ορίζεται;

Πολλές φορές είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς μια κατάσταση ή ένα περιστατικό βίας. Άλλες πάλι υπάρχει το ενδεχόμενο η κακοποίηση να υπάρχει και να μην αναγνωρίζεται. Ο βασικός τρόπος για να την αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος είναι αρχικά να εντοπίσει ότι τόσο η σωματική ή η πνευματική ακεραιότητά του/της όσο και η ελευθερία του/ της έχουν καταπατηθεί. Πολλές φορές μπορεί να πάρει καιρό ή και χρόνια για να συμβεί αυτό.

  • Μια ερώτηση που γίνεται αυτό το διάστημα είναι το «Γιατί τώρα». Γιατί μετά από δέκα,
    20 χρόνια μιλούν τα θύματα κακοποίησης;

Αυτή η ερώτηση έχει ακουστεί πάρα πολύ και είναι ένα επιχείρημα διάφορων ανθρώπων που αναρωτιούνται «πως το θυμήθηκε τώρα και τόσο καιρό δεν τον/την ενοχλούσε;». Είναι μία πολύ άκυρη και άκαιρη ερώτηση, η οποία με κάποιο τρόπο είναι σαν να επικυρώνει και την κουλτούρα της βίας και της κακοποίησης που υπάρχει στην κοινωνία μας. Δεν υπάρχει γιατί σ’ αυτά τα θέματα. Δεν μπορούμε να ρωτήσουμε ποτέ ένα θύμα «γιατί τώρα». Το ερώτημα είναι “γιατί, όχι τωρα;” Αν δούμε την ψυχολογία ενός ανθρώπου που υποφέρει, που έχει κακοποιηθεί θα μας ήταν πολύ πιο απλό να καταλάβουμε ότι δεν είναι εύκολο να μιλήσει. Δεν είναι εύκολο κάποιος άνθρωπος που έχει κακοποιηθεί, που έχει βιώσει μέσα του ότι δεν ήταν ικανός να υπερασπιστεί και να φροντίσει τον εαυτό του, ότι ένιωσε συναισθήματα ντροπής, συναισθήματα αναξιότητας, υποβάθμισης, να βγει και να μιλήσει, πόσο μάλλον δημόσια. Όταν ντρεπόμαστε η πρώτη κίνηση που κάνουμε είναι να κρυβόμαστε. Σε έναν άνθρωπο, που είναι θύμα κακοποίησης το πρώτο ενστικτώδες συναίσθημα που έρχεται στην επιφάνεια είναι να το κρύψει.

  • Αυτή η ερώτηση υποβαθμίζει το θάρρος που βρίσκουν τα θύματα για να μιλήσουν;

Νομίζω πως με αυτόν τον τρόπο το θέτουμε στη σωστή του βάση. Θέλει θάρρος, θέλει τόλμη, θέλει να νιώσω
μέσα μου ότι βρίσκω συμπαραστάτες σε όλο αυτό για να προχωρήσω στο να διηγηθώ την ιστορία μου. Δεν
είναι τυχαίο ότι με το που ξεκίνησε ένας άνθρωπος να μιλάει, ξαφνικά ανοίξανε πάρα πολλά στόματα κι άρχισαν να μιλάνε για την εμπειρία τους, γιατί είδαν πως δεν είναι μόνοι τους. Έσπασε η σιωπή. Η κακοποίηση έχει πολύ μεγάλη μοναξιά. Δεν λέγεται, δεν εκφράζεται και δεν μοιράζεται εύκολα. Όταν το θύμα βλέπει πως αρχίζουν και μιλούν άνθρωποι που έχουν βιώσει κάτι παρόμοιο, που κανείς δεν μιλούσε τόσο καιρό γι’ αυτό, παίρνουν το θάρρος να μιλήσουν για το φόβο τους και να πουν ότι δεν έχουν φταίξει σε κάτι. Πολλές φορές τα θύματα κακοποίησης έχουν το συναίσθημα «μέχρι που φταίω κι εγώ». Μια μια από τις πρώτες σκέψεις που γεννάτε μέσα του είναι ότι εγώ φταίω που δεν κατάφερα να προστατεύσω τον εαυτό μου. Γίνεται κατανοητό λοιπόν πόσο μπερδεμένο είναι συναισθηματικά το άτομο σχετικά με την κακοποιητική πράξη. Είναι αυτό που υπάρχει ακόμη στην κουλτούρα μας ότι κάπου κι εγώ θα φταίω για να συνέβη αυτό. Ενοχοποιούν πολύ τον εαυτό τους.

  • Τι ωθεί κάποιον να γίνει θύτης παρενόχλησης ή κακοποίηση;

Είναι πολύ σημαντικό κομμάτι αυτό. Οι επιστήμονες δεν έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο προφίλ γιατί κάποιος μπορεί να γίνει θύτης. Αυτό που πολλές φορές συναντάμε είναι κάποια βασικά χαρακτηριστικά. Συνήθως είναι άνθρωποι που έχουν βιώσει στην οικογένεια ή στο περιβάλλον τους κάποια μορφή παραμέλησης, εγκατάλειψης, ίσως να είχαν αυστηρούς γονείς, πιο κακοποιητικούς απέναντί του. Όλα αυτά δημιουργούν στους θύτες συναισθήματα, που δεν είναι πολύ βοηθητικά. Έχουν έλλειψη ευαισθησίας, έχουν μία μεγάλη σκληρότητα μέσα τους και μια μεγάλη δυσκολία ως προς την ενσυναίσθηση και στο να κατανοήσουν τι δημιουργούν στον άλλο άνθρωπο με τις κινήσεις τους, δηλαδή μία αναισθησία. Όλο αυτό το κομμάτι της αναισθησίας δημιουργεί ένα πολύ παγωμένο προφίλ ανθρώπου, που το να κακοποιεί τον άλλο, του δημιουργεί πολλές φορές μια εσωτερική ικανοποίηση, μια εσωτερική αίσθηση ανωτερότητας και μια αίσθηση εξουσίας απέναντι σε έναν πιο αδύναμο φαινομενικά άνθρωπο, που μπορεί να μην είναι αδύναμος γενικά αλλά ο θύτης βρίσκεται σε μια θέση ισχύος απέναντί του. Δηλαδή ο εργοδότης στον εργαζόμενο, ένας άντρας ως προς μία γυναίκα, με τη γυναίκα να είναι πιο αδύναμη μυϊκά.

  • Η εξουσία που έχει στα χέρια του κάποιος είναι «τροφή», εάν υπάρχει και το υπόβαθρο,για να προχωρήσει σε μορφές κακοποίησης;

Όταν υπάρχει το υπόβαθρο, οι άνθρωποι που έχουν μία εξουσία την επικυρώνουν με αυτό τον τρόπο. Επιβεβαιώνουν και αναγνωρίζουν μέσα από τις πράξεις τους αυτή την εξουσία. Για παράδειγμα ένας θιασάρχης έχει μία ανώτερη θέση σε ένα θίασο ή ένας εργοδότης απέναντι σε έναν εργαζόμενο. Το συναίσθημα της ικανοποίησης της εξουσίας απέναντι στον άλλο, που θα τον υποβαθμίσει, θα τον μειώσει, αυτή είναι η κακοποίηση που δημιουργείται σ’ αυτή τη σχέση.

  • Γιατί οι γυναίκες είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό θύματα παρενόχλησης και κακοποίησης;

Οι γυναίκες είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Δεν θέλω να υποβαθμίσω το γεγονός ότι υπάρχουν και πολλοί άντρες που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, όμως με βάση τα ποσοστά που γνωρίζουμε, οι γυναίκες είναι αυτές που βρίσκονται στο επίκεντρο. Παίζει μεγάλο ρόλο το γεγονός ότι ζούμε σε μια κοινωνία, που πολλές φορές νομιμοποιεί τέτοιου είδους συμπεριφορές απέναντι στις γυναίκες, μέσα από αστεϊσμούς, μέσα από ανέκδοτα, μέσα από την αίσθηση πως η γυναίκα ενώ τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει πολλά πράγματα σε αρκετούς τομείς, θα μπορούσε να είναι σπίτι και να έχει έναν λιγότερο υπεύθυνο ρόλο στο εργασιακό πλαίσιο Δημιουργείται λοιπόν μία πατριαρχική νοοτροπία ότι η γυναίκα μπορεί να είναι πιο αδύναμη, μπορεί να είναι πιο ευάλωτη. Κι όλο αυτό που υπάρχει ως κουλτούρα και νοοτροπία μπορούν να το εκμεταλλεύονται, στο πλαίσιο της εξουσίας. Μια γυναίκα σε έναν εργασιακό χώρο, με έναν άντρα διευθυντή, ο οποίος έχει ένα κακοποιητικό υπόβαθρο, στα μάτια του είναι πολύ πιο ευάλωτη, οπότε γίνεται πολύ πιο άμεσο θύμα σε σχέση με κάποιον άλλο.

  • Η γυναίκα γιατί ενοχοποιεί την εμφάνισή της, τα ρούχα της όταν της συμβαίνει ένα
    περιστατικό παρενόχλησης ή κακοποίησης;

Εάν η κακοποίηση ή η παρενόχληση έχει να κάνει με τη συμπεριφορά μιας γυναίκας ή με την εμφάνισή της ή με τον τρόπο που κινείται η απάντηση είναι μια: δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Πως φτάνουμε όμως στο σημείο να δημιουργούνται αυτές οι σκέψεις; Είναι μία κουλτούρα που έχουμε. Αν σκεφτούμε από την παιδική μας ηλικία, έχουμε ακούσει είτε από γονείς, είτε συγγενείς και φίλους «πως θα βγεις έτσι έξω;», «είναι πολύ κοντή η φούστα που φοράς», «θα προκαλέσεις έτσι όπως είσαι ντυμένη», «μήπως βάφτηκες υπερβολικά κι αυτό δείχνει κάτι;». Μεγαλώνουμε σε μια κοινωνία, που όλα αυτά είναι πληροφορίες και φράσεις που ακούμε πολύ συχνά, παλαιότερα περισσότερο, αλλά ακόμη και σήμερα, παρόλο που έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Σε παιδιά που ακούν τέτοιες φράσεις από την πολύ παιδική τους ηλικία μέχρι την ενήλικη ζωή, αρχίζει και γίνεται μία παγιωμένη αξία όλο
αυτό. Το κορίτσι λοιπόν που έχει μεγαλώσει και έχει ακούσει όλα τα παραπάνω, αν βγει μια μέρα έξω και φορά το καινούργιο της φόρεμα, έχει περιποιηθεί τον εαυτό της, αισθάνεται όμορφη και κακοποιηθεί το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί θα είναι ότι ίσως έφταιξε κι εκείνη με την εμφάνισή της. Κι αυτό, γιατί μέσα της θα έρθει η σκέψη «μα για να το λένε τόσο καιρό και μου συνέβη, μάλλον εγώ φταίω σε κάτι, μάλλον εγώ προκάλεσα κάποιον να με κακοποίησει- παρενοχλήσει…». Αυτή όμως δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά είναι η νοοτροπία που αναπτύσσουμε με έναν διαρκεί, πολύ λανθασμένο τρόπο. Για τους άντρες δεν υπάρχουν το ίδιο συχνά αντίστοιχα σχόλια, για προκλητικό ντύσιμο ή για συμπεριφορά που μπορεί να προκαλέσει παρενόχληση. Βάζουμε τις γυναίκες στο στόχαστρο, γιατί σ’ αυτές απευθύνονται σχεδόν όλα τα σχόλια για την εμφάνιση, το ντύσιμο και το γεγονός ότι δίνουμε μια σεξουαλική διάσταση στο σώμα της.

  • Πως είναι η ψυχολογία μιας γυναίκας που έχει υποστεί κακοποίηση;

Αυτό είναι ένα μεγάλο και δύσκολο ερώτημα. Έχω δουλέψει με γυναίκες που έχουν κακοποιηθεί και πολλές από αυτές έχουν κακοποιηθεί και μέσα στην ίδια τους τη σχέση. Είναι γυναίκες βαθιά τραυματισμένες. Η κακοποίηση έρχεται και αφήνει ένα πολύ μεγάλο τραύμα, το οποίο καλείται να το κουβαλά για πολλά χρόνια ή και για μια ολόκληρη ζωή. Τα συναισθήματα που βιώνει ένα θύμα κακοποίησης είναι έντονο άγχος, απώλεια της αξίας του εαυτού, μετατραυματικό στρες, ακόμα και σκέψεις να βλάψει τον εαυτό του ή να τερματίσει τη ζωή του. Τα θύματα κακοποίησης δεν μπορούν να βρουν πολύ εύκολα τη δικαίωση μέσα από το δικαστικό σύστημα και ειδικά έτσι όπως είναι στην Ελλάδα δομημένο. Έχουν λοιπόν να διαχειριστούν στο μυαλό τους και το γεγονός ότι δεν θα βρουν
εύκολα τη δικαίωση μέσα από τον νόμο. Έχουν να διαχειριστούν και το θέμα της οικογένειας. Πολλές φορές η οικογένεια θέλοντας να σταθεί βοηθητικά, το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να υποβαθμίσει το γεγονός. Ένας γονιός το πρώτο πράγμα που κάνει όταν το παιδί του εκμυστηρευτεί κάτι τέτοιο, είναι να του πει προσπάθησε να το ξεχάσεις ή δεν είναι τόσο σημαντικό ή μην το πεις σε κανέναν. Η προσπάθεια της οικογένειας να βοηθήσει, μετατρέπει τη θυματοποίηση σε ενοχή . Κάτι που πρέπει εσύ να κρύψεις, για κάτι που πρέπει εσύ να ντρέπεσαι κι εσύ καλείσαι να το θάψεις μέσα σου. Δύσκολα οι οικογένειες παροτρύνουν δικά τους άτομα να μιλήσουν ανοιχτά για ένα περιστατικό κακοποίησης. Ένα δεύτερο κομμάτι είναι αυτό της ντροπής που έχουν τα θύματα. Ντρέπονται γι’ αυτό που τους συνέβη. Οι άνθρωποι έχουμε ένα ένστικτο μέσα μας, το να μπορώ να έχω τον έλεγχο σε ότι μου συμβαίνει και να μπορώ να με προστατεύω. Όταν κάποιος μου το καταρρίπτει , αρχίζω και νιώθω ανίκανος να με
προστατεύσω κι αυτό δημιουργεί μια μεγάλη εσωτερική αδυναμία και μια αίσθηση ανικανότητας και μεγάλη ντροπή. Αυτές είναι σκέψεις που για χρόνια τις κουβαλάει ένας άνθρωπος και γιγαντώνονται σε περιόδους που κάτι τους συμβεί ή δεν είναι πολύ καλά. Θάβουν αυτά τα συναισθήματα κι έπειτα βγαίνουν στην επιφάνεια κι αυτό είναι ένα μοτίβο που δεν αλλάζει για χρόνια.

  • Η κακοποίηση εντός οικογένειας έχει διακρίσεις; Σε ποιες οικογένειες συμβαίνει; Η παιδεία ή η οικονομική ευμάρεια ή όχι παίζουν ρόλο;

Ο θύτης δεν συνδέεται τόσο με την μόρφωση και την ακαδημαϊκή καλλιέργεια, συνδέεται κυρίως με το συναισθηματικό υπόβαθρο που κουβαλάει. Τα συναισθηματικά του ελλείματα, τα παγωμένα συναισθήματα και την ανάγκη του να νιώσει δύναμη και εξουσία. Βλέπουμε ότι αυτό το προφίλ μπορεί να το έχει ο καθένας, όποιο κι αν είναι το ακαδημαϊκό, κοινωνική ή οικονομικό του υπόβαθρο. Από τις πιο δύσκολες μορφές κακοποίησης είναι αυτή που μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στην οικογένεια, γιατί είναι πολύ λεπτές οι γραμμές για να μπορέσει να καταλάβει ένας άνθρωπος πότε κακοποιείται μέσα στη σχέση. Η σωματική κακοποίηση είναι πιο εύκολα διακριτή και εντοπίσιμη, αν και πάλι υπάρχει δυσκολία από τα θύματα να το αναγνωρίσουν εύκολα λόγω του ότι έχουν την αίσθηση ότι το προκάλεσαν, ότι μίλησαν λίγο παραπάνω, ότι εξαγρίωσαν τον άλλο. Αυτή η νοοτροπία ότι και το θύμα έχει ευθύνη για την πρόκληση της κακοποιητικής συμπεριφοράς από τον θύτη κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα στο να το αντιληφθούν, πόσο μάλλον να αναγνωρίσουν και μορφές σεξουαλικής κακοποίησης μέσα στη σχέση ή μέσα στο γάμο. Υπάρχει η κουλτούρα ότι μέσα στην οικογένεια η γυναίκα έχει συζυγικά καθήκοντα να επιτελέσει και ευθύνες απέναντι στην ικανοποίηση του συζύγου. Ακόμη κι αν δεν θέλουν, κάποιες γυναίκες σκέφτονται πως πρέπει να μπουν στη διαδικασία αυτή, γιατί μετά ο σύντροφός τους θα έχει παράπονα. Το σεξ που δεν έχει συναίνεση είναι κακοποίηση ακόμη και μέσα στον γάμο. Το όχι είναι όχι ακόμη και μέσα στη συντροφική σχέση. Πολλές γυναίκες δεν το έχουν αυτό ως γνώση. Υπάρχει αυτή η παρερμηνεία. Πολλές φορές θεωρούμε ότι μία κίνηση δεν είναι κακοποίηση, και ίσως είμαστε υπερβολικοί αν τη χαρατηρίσουμε με αυτόν τον τρόπο. Αν όμως αισθανόμαστε άσχημα μέσα μας, αν βιώνουμε δύσκολα και υποτιμητικά συναισθήματα τότε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Μιλάμε για κακοποιητική συμπεριφορά. Από τη στιγμή που κάτι με δυσκολεύει, με μειώνει, με κάνει να χάνω τον εαυτό μου, την αυτοκυριαρχία μου με τον τρόπο που μου συμπεριφέρεται ένας άλλος άνθρωπος, με κάνει και νιώθω πιο «μικρός» με τον εαυτό μου είναι καλό να υποψιαστούμε ότι πιθανώς κακοποιούμαστε.

  • Τα θύματα κακοποίησης ζητούν βοήθεια ή είναι ακόμη ταμπού;

Σίγουρα μιλούν περισσότερο απ’ ότι παλαιότερα. Και στο γραφείο μου φτάνουν θύματα κακοποίησης. Αισθάνομαι όμως ότι τα ποσοστά είναι πολύ μικρά σε σχέση με τους ανθρώπους που έχουν κακοποιηθεί. Έχουμε ανθρώπους που έρχονται και μιλούν για την κακοποίησή τους, όμως συνήθως αυτό γίνεται χρόνια μετά από το γεγονός.

  • Θύτες έχουν αναγνωρίσει το λάθος τους; Έχουν κινητοποιηθεί για βοήθεια;

Αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Ένας θύτης από τη στιγμή που θα το αναγνωρίσει αυτό στον εαυτό του, σημαίνει ότι ήδη καταλαβαίνει το λάθος του και το ρόλο που παίρνει στα πράγματα. Είναι δύσκολο οι άνθρωποι που έχουν μία τέτοια κακοποιητικη συμπεριφορά να την αναγνωρίσουν και να την καταλάβουν. Πολλές φορές το απολαμβάνουν. Έχουν την επίγνωση ότι είναι κάτι κακό, αλλά αυτό τους «θρέφει», οπότε πολύ δύσκολα θα αναζητήσουν βοήθεια. Στους θύτες η βοήθεια μπορεί να έρθει όταν είναι ήδη στη φυλακή, να έχουν δηλαδή καταδικαστεί για μία πράξη τους και ζητούν σε τέτοιους χώρους τη βοήθεια και την παρέμβαση.

  • Ποιο είναι το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνει ένα θύμα κακοποίησης;

Ένα άτομο, το οποίο κακοποιείται το πρώτο πράγμα που καλείται να κάνει είναι να ζητήσει βοήθεια. Το να μπορέσει να μιλήσει αρχικά με κάποιον ειδικό μπορεί να βοηθήσει στον να βρει τη δύναμη και το θάρρος να φύγει από το κακοποιητικό περιβάλλον στο οποίο ζει. Η θεραπεία και η βοήθεια έρχονται σε δεύτερο επίπεδο. Το πρώτο και βασικό κομμάτι είναι ότι απομακρυνόμαστε από το κακοποιητικό περιβάλλον, γιατί ένας άνθρωπος που κακοποιείται μόνο συρρικνώνεται. Κι οσο βρίσκεται στο κακοποιητικό περιβάλλον δεν μπορεί να βελτιώσει και να θεραπεύσει τα τραύματά του, γιατί μονίμως συρρικνώνεται ξανά και ξανά. Προσωπικά μου έχει τύχει πολλές φορές οι γυναίκες να μην γνωρίζουν τα δικαιώματά τους, να μην γνωρίζουν ότι υπάρχουν δομές και φορείς για να τις βοηθήσουν και παραμένουν σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον επειδή δεν έχουν χρήματα, επειδή δεν εργάζονται , επειδή φοβούνται για τα παιδιά τους. Κι αυτό τους δημιουργεί την αίσθηση πως πρέπει να μείνουν σιωπηλές και να υπομείνουν την κακοποίηση, γιατί δεν έχουν άλλα περιθώρια. Υπάρχουν πλέον πολλοί φορείς και δομές που μπορεί να απευθυνθεί μία γυναίκα, που μπορεί να φιλοξενηθεί, που θα της προσφέρουν την νομική ασφάλεια και προστασία και να μην νιώθει εκτεθειμένη.

  • Τι πρέπει να γίνει στην κοινωνία μας για να γίνει μεταστροφή του κλίματος;

Για μένα είναι πολύ σημαντικό ότι αρχίζουμε και μιλάμε γι’ αυτό το θέμα. Κάποια θέματα τα θεωρούμε ταμπού. Ακόμη κι αυτό το θέμα της κακοποίησης όταν ξεκίνησε με τη δημοσιοποίηση της ιστορίας της κ. Μπεκατώρου υπήρχε το μούδιασμα ότι θα συζητηθεί για λίγο καιρό και μετά θα αποσιωπηθεί ή πώς θα μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα ή ας το «πιάσουμε» λίγο προσεκτικά. Τα θέματα για να μπορέσουν να αλλάξουν πρέπει να σταματήσουν να είναι ταμπού, πρέπει να μπορούμε να μιλάμε ανοιχτά και συνέχεια. Έχω ακούσει ανθρώπους να λένε ότι κουράστηκαν να μιλούν για το θέμα της κακοποίησης. Νομίζω πως πρέπει να κουραστούμε να μιλάμε, να μιλάμε μέχρι να γίνει νοοτροπία μας αυτό το κομμάτι, αν δεν γίνει κομμάτι της κουλτούρας μας, τότε δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα.

  • Πιστεύετε πως αυτή η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει κι από τις μικρές ηλικίες; Γιατί
    βλέπουμε κακοποίηση, bullying και σε πολύ μικρές ηλικίες.

Φυσικά. Η κακοποίηση είναι κακοποίηση με ό,τι μορφή και να έχει, γιατί στον άνθρωπο δημιουργεί συναισθηματικά τα ίδια ελλείμματα, τα ίδια κενά και την ίδια αίσθηση μίσους για τον εαυτό του. Ένας άνθρωπος που κακοποιείται δεν μπορεί να αγαπήσει τον εαυτό του, δεν μπορεί να αναγνωρίσει τα επιτεύγματά του, δεν μπορεί να νιώσει όμορφα με τον εαυτό του. Μια ζωή τον κατηγορεί, μια ζωή τον θεωρεί πολύ μικρό. Ένας άνθρωπος που ξεκινά με αυτά τα συναισθήματα, είναι δύσκολο να προχωρήσει, είναι δύσκολο να τα καταφέρει και να σταθεί στα πόδια του με αξιοπρέπεια. Οπότε είναι απαραίτητο να ξεκινήσουν από μικρή ηλικία τα παιδιά, να έρχονται σε επαφή με το τι σημαίνει κακοποίηση και να μπορούν να την ξεχωρίσουν, γιατί πολλές φορές παρερμηνεύουν την κακοποίηση με την πλάκα ή με το χιούμορ ή με το πείραγμα. Δεν είναι χιούμορ κάτι που κάνει τον άλλο να αισθάνεται ντροπή. Άπαξ και κάποιος αισθανθεί ντροπή με κάτι που του πει κάποιος άλλος σταματάει να είναι πείραγμα και γίνεται κακοποιητικό για εκείνον.

Μοιράσου το

Facebook
Twitter
LinkedIn
Email

Είσοδος